Sylvia Plath - Λεσβίες

 

Λύσσα μες στην κουζίνα!

Οι πατάτες συρίζουν.

Τόσο χολιγουντιανή, χωρίς παράθυρα,

Η λάμπα φθορισμού αναβοσβήνει σαν φριχτή ημικρανία,

Σεμνότυφες χάρτινες κουρτίνες για πόρτες--

Αυλαίες, μπουκλίτσες χήρας.

Κι εγώ, αγαπούλα, είμαι παθολογική ψεύτρα,

Και το παιδί μου-- κοίτα τη, με τα μούτρα στο πάτωμα,

Μια μικρή αναστατωμένη μαριονέτα που κλωτσάει μπας κι εξαφανιστεί--

Μα είναι μια σχιζοφρενής,

Το πρόσωπό της κόκκινο και άσπρο, ένας πανικός,

Έχωσες τα γατάκια της σ’ ένα τσιμεντένιο πηγάδι

Έξω απ’ το παράθυρό σου

Κι εκεί μέσα χέζουν, ξερνάνε και κλαίνε και δεν μπορεί να τ’ ακούει.

Λες δεν την αντέχεις,

Είναι κορίτσι το μπάσταρδο.

Εσύ έχεις κάψει τις λάμπες σου σαν παλιό ραδιόφωνο

Καθαρό από φωνές και ιστορία, το καινούριο

Είναι γεμάτο παράσιτα.

Λες θα ‘πρεπε να πνίξω τα γατάκια. Τη βρώμα τους!

Λες θα ‘πρεπε να πνίξω το κορίτσι μου.

Θα κόψει τον λαιμό της στα δέκα, αν είναι τρελή στα δύο.

Το μωρό χαμογελάει, παχουλό σαλιγκάρι,

Στους γυαλιστερούς ρόμβους του πορτοκαλί μουσαμά.

Θα μπορούσες να τον φας. Αγόρι είναι.

Λες ο άντρας σου δεν σου φέρεται καλά,

Η Εβραία του μαμά φυλάει το γλυκό του φύλο σαν θησαυρό.

Εσύ έχεις ένα μωρό, εγώ έχω δυο.

Θα ‘πρεπε να κάθομαι σ’ ένα βράχο έξω απ’ την Κορνουάλη να χτενίζω τα μαλλιά μου.

Θα ‘πρεπε να φοράω τιγρέ εσώρουχα, θα ‘πρεπε να έχω εραστή.

Θα ‘πρεπε να συναντηθούμε σε μια άλλη ζωή, θα ‘πρεπε να συναντηθούμε στον άνεμο,

Εγώ κι εσύ.

 

Στο μεταξύ βρωμάει λίπος και σκατό μωρού.

Είμαι ναρκωμένη και βαριά απ’ το τελευταίο μου ηρεμιστικό.

Η κάπνα απ’ το μαγείρεμα, η κάπνα της κόλασης

Κάνει τα κεφάλια μας να αιωρούνται, δυο φαρμακερά αντίθετα άκρα,

Τα κόκκαλά μας, τα μαλλιά μας.

Σε φωνάζω Ορφανή, ορφανή. Είσαι άρρωστη.

Ο ήλιος σε γεμίζει με έλκη, ο άνεμος με φυματίωση.

Κάποτε ήσουνα όμορφη.

Στη Νέα Υόρκη, στο Χόλυγουντ, οι άντρες έλεγαν: «Τέλος;

Άτσα το μωρό, πολύ ζόρικο.»

Έπαιζες, έπαιζες, έπαιζες για την έξαψη.

Ο ανίκανος σύζυγος πετάγεται έξω για καφέ.

Προσπαθώ να τον κρατήσω μέσα,

Ένα γέρικο κοντάρι για τον κεραυνό,

Όξινα λουτρά, ξεχύνονται ουρανοκατέβατα από μέσα σου.

Το σπρώχνει στην πλαστική λιθόστρωτη κατηφόρα,

Τραμ χτυπημένο. Οι σπινθήρες είναι μπλε.

Οι μπλε σπινθήρες ξεχύνονται,

Σκάνε σαν χαλαζίες σε εκατομμύρια κομματάκια.

 

Ω στολίδι μου! Ω πολύτιμή μου!

Εκείνη τη νύχτα η σελήνη

Έσυρε τον αιμάτινο σάκο της, άρρωστο

Ζώο

Πάνω απ’ τα φώτα του λιμανιού

Κι ύστερα μεγάλωσε κανονικά,

Σκληρή κι απόμακρη κι ολόλευκη.

Η λάμψη της άμμου πάγωνε το αίμα μου.

Τη μαζεύαμε στις χούφτες μας, τη λατρεύαμε,

Τη δουλεύαμε σαν ζυμάρι, σαν κορμί μιγάδας,

Τη μεταξωτή άμμο.

Ένας σκύλος πέρασε και πήρε τον σκυλίσιο σου σύζυγο. Κι έφυγε.

 

Τώρα είμαι σιωπηλή, μίσος

Ως τον λαιμό,

Παχύ, παχύ.

Δεν βγάζω τσιμουδιά.

Μαζεύω τις ωμές πατάτες σαν ρούχα καλά,

Μαζεύω τα μωρά,

Μαζεύω τα άρρωστα γατιά.

Ω βάζο με οξύ,

Με έρωτα έχεις γεμίσει. Ξέρεις ποιον μισείς.

Αυτόν που κρεμάει την μπάλα του και την αλυσίδα στην αυλόπορτα

Που ανοίγει στη θάλασσα

Και την οδηγεί μέσα, λευκή και μαύρη,

Και ύστερα την ξερνάει πίσω.

Κάθε μέρα τον γεμίζεις ψυχή, σαν κανάτα.

Είσαι τόσο εξαντλημένη.

Η φωνή σου σκουλαρίκι μου,

Φτεροκοπάει και ρουφάει, αιμοβόρα νυχτερίδα.

Αυτά. Αυτά.

Κρυφοκοιτάζεις πίσω απ’ την πόρτα,

Θλιβερή στρίγκλα. «Όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες.

Δεν βγάζω άκρη.»

 

Βλέπω τη χαριτωμένη σου διακόσμηση

Να σε σφίγγει σαν γροθιά μωρού

Ή σαν ανεμώνη, εκείνη την αγαπημένη

Τη θαλασσινή, εκείνη την κλεπτομανή.

Είμαι ακόμη ωμή.

Λέω πως μπορεί να ξανάρθω.

Γι’ αυτό είναι τα ψέματα.

 

Ούτε στον Ζεν παράδεισό σου δεν πρόκειται να συναντηθούμε.


Πρώτη δημοσίευση: https://www.hartismag.gr/hartis-49/metafrash/tria-poiimata