Sylvia Plath - Η σελήνη και ο ίταμος

 

Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.

Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,

Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.

Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος

Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.

Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

 

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,

Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.

Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη

Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.

Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές

Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.

Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

 

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.

Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.

Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.

Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.

Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα-

Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,

Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

 

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν

Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.

Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι

Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,

Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.

Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.


Πρώτη δημοσίευση: https://www.hartismag.gr/hartis-49/metafrash/tria-poiimata

Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή. Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.
Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.



Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.

Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.

Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.

Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.Αυτό είναι το φως του μυαλού, ψυχρό και αστρικό

Τα δέντρα του μυαλού είναι μαύρα. Το φως είναι μπλε.
Τα χόρτα αφήνουν τον πόνο τους στα πόδια μου σαν να ‘μουν Θεός,
Χαϊδεύουν τους αστραγάλους μου και ψέλνουν την ταπεινότητά τους.
Βρωμερή πνευματική ομίχλη ζει σ’ αυτό το μέρος
Που το χωρίζει απ’ το σπίτι μου μια σειρά από ταφόπλακες.
Δεν βρίσκω πουθενά να πάω.

Η σελήνη δεν είναι πόρτα. Είναι ένα πρόσωπο από μόνο του,
Λευκό σαν γροθιά και φοβερά θυμωμένο.
Σέρνει τη θάλασσα πίσω της σαν σκοτεινό έγκλημα, είναι αθόρυβη
Με το ορθάνοιχτο στόμα της απόλυτης απελπισίας. Εδώ ζω.
Την Κυριακή οι καμπάνες ξαφνιάζουν τον ουρανό δυο φορές
Οχτώ τεράστιες γλώσσες επιβεβαιώνουν την Ανάσταση.
Στο τέλος, αναφωνούν με επισημότητα τα ονόματά τους.

Ο ίταμος δείχνει προς τα πάνω. Έχει σχήμα γοτθικό.
Τον διατρέχει το βλέμμα και βρίσκει τη σελήνη.
Η σελήνη είναι η μητέρα μου. Δεν είναι γλυκιά σαν την Παναγιά.
Απ’ τον μπλε χιτώνα της βγαίνουν μικρές νυχτερίδες και κουκουβάγιες.
Πόσο θα ‘θελα να πιστέψω στην τρυφερότητα—
Το πρόσωπο του αγάλματος, απαλό απ’ το φως των κεριών,
Γέρνει μόνο σε μένα τα ζεστά του μάτια.

Έχω εκπέσει. Τα σύννεφα ανθίζουν
Μπλε και απόκοσμα πάνω απ’ τα πρόσωπα των αστεριών.
Στην εκκλησία, οι άγιοι θα είναι όλοι θλιμμένοι
Θα αιωρούνται με τα ευαίσθητα πόδια τους πάνω απ’ κρύα στασίδια,
Τα χέρια και τα πρόσωπά τους αυστηρά, γεμάτα αγιότητα.
Η σελήνη δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά. Είναι τυφλή και αγριεμένη.
Και το άγγελμα του ίταμου είναι σκοτεινιά, σκοτεινιά και σιωπή.